αλαφρύς

αλαφρύς
ιά, ύ
1) лёгкий, нетяжёлый; 2) лёгкий, нетрудный; 3) лёгкий, незначительный, небольшой; 4) глуповатый; придурковатый;

§ ζυγίζει απ· τίς αλαφριές (οκάδες) — он не больно умён, он не из самых умных


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "αλαφρύς" в других словарях:

  • αλαφρύς — ιά, ύ ο ελαφρός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. αλαφρός] …   Dictionary of Greek

  • αλαφριός — ιά, ιό ο ελαφρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού επιθ. αλαφρύς κατά τα επίθ. σε ος] …   Dictionary of Greek

  • ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»